- ἀβουλιᾶν
- ἀβουλίαill-advisednessfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀβουλίαν — ἀβουλίᾱν , ἀβουλία ill advisedness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безсъвѣтованиѥ — БЕЗСЪВѢТОВАНИ|Ѥ (2*), ˫А с. То же, что безсъвѣтьѥ: вы же... ослѣплѩющесѩ бѣсвѣтованиѥмъ. и своѥхотѣниемъ. (τῇ ἀβουλίᾳ) ФСт XIV, 30в; Горе... ѡ(т) англ(с)каго сонма ѡ(т)падающихъ... и не могуще ни ѡчью възвести за безумье и за бесвѣтованье. (διὰ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek